Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

ΒΟΤΑΝΑ, ΨΥΧΕΣ ΠΗΓΑΔΙΩΝ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ… ΜΑΓΓΑΝΕΙΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΟΛΟΣΤΗΤΕΣ…

 Τούτα τα πουλιά που κατεβαίνουν στις πλατείες

με δυο θάλασσες σκούρες κάτω απ’ τις φτερούγες

κι οι ουρανοί που στάζουν νύχτες σαν το μέλι

κι οι παλάμες σου ολάνοιχτα μεσημεριάτικα παράθυρα…


Εκεί που η κορμοστασιά σου φως εσπέρας και μέθη στ’ αλώνια

με δυο άστρα φτάνουν εκεί που κλίνεις το κεφάλι

και δεν ξέρεις γιατί γιασεμιά σε τράβηξαν ή μπιγκόνιες

και φοβάσαι το βήμα σου μη σε ξελογιάσει στα χωράφια

και φοβάσαι την πλάτη σου μην τρελαθεί κι αναλάβει το βάρος του κόσμου

κι αναριγάς περιμένεις τα ηλιοτρόπια να σου φέξουν.

 

Η ανάσα σου διαστήματ’ αλλιώτικα έχει διαλέξει

και τα μαλλιά σου ακολουθούν.

Κρασιά παπαρούνες δρόμοι φαντασμαγορικοί

μανίες, τέρατα στάχυα και κρινομπούμπουκα

παρουσίες εφήβων στη βασιλεία του ήλιου…

Βότανα, ψυχές πηγαδιών με πανσέληνο

δένδρα τόπων ιερών τόπων δικών μου

δένδρα τρία αυλής δικής μου…

Μαγγανείες γιορτές Αυγούστου

θάλασσες ολόστητες θάλασσες ενδύματα σεπτεβριάτικου ουρανού

χώμα που φωσφορίζει που τρέμει που απαντάει που προτείνει

δίνεται, προστάζει, λατρεύει χώμα κίτρινο…

 

Αρμύρα ρίζα μου, αρμύρα υπόστασή μου αρμύρα…

Δάδες της δημιουργίας τα κυπαρίσσια μες τ’ αηδόνια

τ’ αηδόνια μες τα κυπαρίσσια

και φεγγάρια, φεγγάρια στο κάθε δάχτυλο και βασιλικός για την ώρα του θρήνου…

 

Απ’ τις χειμωνιάτικες άχνες ανεβαίνει τώρα άδηλη η αγάπη.

Στο γεφύρι και στον άνεμο μουρμουριστά κυνηγημένο ζώο πέρασε ξενιτεμένη η ακολουθία της Ανάστασης

[ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963  από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011 εκδόσεις Καστανιώτη 2014 – από την ίδια συλλογή και τα ποιήματα που ακολουθούν:

Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ, Αχνοφαίνονται τα πλεούμενα, Ιφιγένεια…

ΛΑΦΙΚΤΟΣ, Πώς το ’λεγαν εκείνο το ζώο ελέφαντα είχε ψυχή…

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΡΙΧΑΡΔΟΥ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΥ, Βορινά γεννήθηκε και τούτη τη φορά ο Ριχάρδος…

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΙ, την ημέρα της βάφτισης μου υποσχέθηκαν

ΤΡΕΙΣ ΕΠΟΧΕΣ: Εποχή Ξύλου, Εποχή Νερών και Εποχή Ονείρων και κατακλείδα σ’ αυτή την ανάρτηση

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΜΟΥ, Ποιος να προφητέψει πια σε τούτες τις κορφές;

 

 


Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963)

Αχνοφαίνονται τα πλεούμενα, Ιφιγένεια.

Λιβάνι στρώθηκαν τα σκαλοπάτια

προς τη θάλασσα.

Το βήμα σου, το φόρεμα και τα μαλλιά

απεσταλμένοι του ανέμου.

 

Έρχονταν μια-μια δυο-δυο οι νύχτες

στις ρώγες των δαχτύλων σου

και στην κορφή της πλάτης

αβασίλευτος πάντα ένας ήλιος.

 

Ανήμπορη να μετρήσεις τους αμπελώνες

τα χωράφια και τους ελαιώνες σου

χανόσουν σε καλοκαιριάτικο όνειρο.

 

Εκεί στο ξύλινο μπαλκόνι σου

θέριευαν τα γεράνια

μεγάλωναν τα σπιτικά πουλιά

κι έπαιζες τα δειλινά με χαϊμαλιά

και ιστορίες αγάπης.

 

Βασιλοκόρη

ξέχναγες τα ωραία σαντάλια σου

όταν ο λιονταρογέννητος ουρανός

σε γυναικεία του στιγμή

ακουμπούσε στα γόνατά σου.

 

Ιφιγένεια, κάθε καΐκι κι ένας άγριος Απρίλης

κάθε γοργόνα πλώρης

κι ένα γιορτερό ακρογιάλι.

 

Γέροντες σοφοί

πριν απ’ την αρχή των δένδρων

γέροντες πολύξεροι

είχαν διηγηθεί

-πριν ακόμα γεννηθεί η Αφροδίτη

πίσω απ’ τα σύννεφα-

την ιστορία της κοπέλας

που φιλική ήταν στους ανέμους.

Κι εσύ

-μάρμαρο το φως

δέσμια κρατά την κεφαλή σου -

μίλησες στη θάλασσα την Παναγιά

γλυκά σκυμμένη

στο γιο της το Σεπτέμβρη

για τους πολεμιστές

και τις κακές τους σκέψεις.

 

Δεν πιστεύουν οι πολεμιστές.

Ταύροι είναι

με ήλιους ζωγραφιστούς στις πανοπλίες

και τις κνήμες

βαριά φυτεμένες στο χώμα.

Δεν πιστεύουν στους καρπούς της αναμονής

στις θάλασσες που επιστρέφουν

όλο και πιο πλούσιες –

αναγεννιούνται και οι βυθοί.

 

Χρειάζεται ο καιρός του πουλαριού

των ψηλών κάκτων

της νεροφίδας

και των αστεριών ως να ξαναφανούν.

Χρειάζεται η αιωνιότητα της εμπιστοσύνης.

Μιλάνε για τη μάχη

τη θρέφουν μαζί με τ’ άλογα

και τις αγριοπέρδικες.

Όλα είναι έτοιμα, λένε.

Τα αιχμηρά όπλα, τα ηνία

η γη ανασκαμμένη για τα σώματα

ο θυμός, οι φωνές των γυναικών.

Κι ο άνεμος;

 

Φάνηκαν τα πρώτα δελφίνια, Ιφιγένεια.

Τα πουλιά και τα καράβια ακολουθούν.

Κλαρί λεμονανθού ανθίζει η καλοσύνη

στο περβόλι σου.

Κι όμως ο λαιμός σου προσφέρεται

αόρατο μονοπάτι του κακού.

 

Θόρυβος στο ακρογιάλι.

Στις πλάκες του λιμανιού

πατήματα ανδρών, τρεξίματα

μαντάτα, πρόσωπα.

Αρνήθηκε, είπαν.

 

Αρνήθηκε η Ιφιγένεια.

Για την αγάπη, έλεγε

για την γλυκιά καρδιά

για ειρηνικές πολίχνες

να φροντίσουμε τα καρποφόρα

τις βροχές να δεχθούμε στην ώρα τους

για τις βοσκές

για τους αγγέλους.

 

Αρνήθηκε.

 

Να μη φτάσουν οι πολεμιστές·

να ομορφύνουν τα κάστρα

απ’ τον κισσό

να τρανέψουν τα παιδιά.

Για τη χαρά, είπε

κι ανέβηκε στους ουρανούς.

 

Έκπληκτοι οι στρατιωτικοί

ανέβαλαν τον πόλεμο

και την Ελένη βρήκαν ταπεινή

να ετοιμάζει το δείπνο.

 

 

ΛΑΦΙΚΤΟΣ

Πώς το ’λεγαν εκείνο το ζώο

ελέφαντα είχε ψυχή

χαρουπιάς κορμοστασιά

και μεγάλα νύχια ορνέου

απόκτησε έτσι απλά

όπως κανονικά βρέχει τον Απρίλη.

 

Πώς το ’λεγαν εκείνο το θηρίο

που μοίραζε τα σπλάχνα του

στις πλατείες

εκεί που ανεβαίνει θολωτό θυμιατό

η ευωδιά των ανθρώπων;

Παλιά ήταν ο Κένταυρος

κι η Σφίγγα

τα πουλιά που είχαν διαίσθηση γυναίκας.

Τώρα μόλις διακρίνονται

τα μονοπάτια των μυρμηγκιών

και μένουν αγέρωχα

τα μάτια της κουκουβάγιας

να περιγελούν.

 

Στις δημοσιές ψήνουν τροφές

και τρεμοσβήνουν σημαδιακές φωνές

στις κορφές των γύρω λόφων.

Βραδινές νεροποντές

συμφιλιώνουν τα κλαδιά και τις ρίζες

σε δασωμένους τόπους.

 

Όλα τα περιδιάβασε ο Λάφικτος

-ας είναι τέτοιο τ’ όνομά του –

κι είχε γερά τα γόνατα

όπως οι άντρες

όταν ονειρεύονται να συνδυάσουν

περπάτημα και πέταγμα

και μαλακά τ’ αυτιά –

ζεστές χινοπωρινές φωλιές

μονάκριβων πουλιών.

Τα τοπία και τα πρόσωπα

ταπεινή συνοδεία ακολουθούνε.

Κρατούσε την ανάσα του

σαν βρισκόταν στις λευκές κάμαρες

των κοριτσιών:

ζεστά ρούχα φροντισμένα

τραγουδιστός αέρας

και τα κεφάλια σκυμμένα στοργικά

πειθήνιοι ακροατές

κάποιας εσωτερικής μελλούμενης ιστορίας.

 

Έμενε στα πάρκα

με τους κύκνους και τα παιδιά

στην πληκτική υγρασία του σούρουπου

όταν όλα αποτραβιούνται

στις μικρές πόλεις

και στο παλιό παλάτι της εξοχής

γλυκά γίνονται γαλάζιες οι στέγες.

 

Μερικοί απ’ την αγάπη τους

στην περιπέτεια της γης

-όλο νοσταλγία για τα πρώτα βουνά

τα πρώτα ερπετά και κελαρύσματα –

πίστεψαν πως ο Λάφικτος

για μήνυμα ήρθε

απ’ τους ωραίους εκείνους καιρούς

του καινούριου.

Κι άλλοι για την Αιωνιότητα λέγαν

για νέους κύκλους

νέες ζωές και καταστροφές

νέες πατρίδες και ξενιτέματα

λέγαν για τον Λάφικτο

νέα αρχή του παντός.

 

Μαζεύονταν οι γυναίκες

στις μαλτεζόπλακες

αμίλητο περνούσε το φεγγάρι

μεσ’ απ’ τα κοιμισμένα λουλούδια

ξενυχτούσαν πότε στον τρόμο

πότε στη μαγεία έταζαν τη νιότη τους.

Στις αλέες του δειλινού

τ’ ανύπαντρα αγόρια αναζητούσαν

τη ματιά του Λάφικτου

ν’ ανδρωθούν.

Αποκοιμιόταν η πολίχνη

και το παραμύθι

με μορφή ζώου

αγρυπνούσε στα τείχη.

 

Ατέλειωτες οι κουβέντες

στα εμπορικά, στις εκκλησιές

στις μικρές συγκεντρώσεις των φίλων.

Μελετούσαν την καταγωγή

και τα πάθη του θηρίου

-όλα υποθέσεις-

και το ξεχνούσαν.

 

Άοπλη βρίσκεται πάντα η μοναξιά

φάροι αφιλόξενοι τα παράθυρα

οι κήποι αγέλαστοι

ψυχραίνουν κι αναριγούν.

Πικρά τα φυτά του χειμώνα

λυπημένοι οι βλαστοί

δεν τολμούνε τη χαρά.

Τις νύχτες στις κορφές

τα πρωινά στις παραλίες

ξημερώματα βουβά των νερών

χλομή ελπίδα

ενατένιζε το φως ο Λάφικτος

την ώρα που ο ήλιος ο πρώτος

φανέρωνε επιδεικτικά

αιώνιους θρήνους.

 

Κατέβαιναν καμιά φορά

ως τα υγρά χώματα

κοπάδια άγριων σκυλιών.

Φοβισμένα και πανίσχυρα

υπάκουαν στην πείνα και το κρύο

άφηναν τ’ ανώμαλα χνάρια

του αγώνα

και τις φωνές τους μπλεγμένες

στα κλαριά.

Λίγη πάντα η συντροφιά των ζώων.

 

Κουράζει η Ερημία

σαν τη βροχή

και χάνεται σ’ απελπισμένες ενατενίσεις

η τρυφεράδα των ματιών.

 

Βήματα στοργικά τον έφερναν τον Λάφικτο

στις πίσω αυλές

την ώρα της ετοιμασίας του δείπνου.

Περίεργες οι μικρές

κι αυτοί οι πατεράδες

περίεργοι μόνο τον κοιτούσαν.

Αχνοχάραζε ο αρχαίος θυμός

ξηρός αγέρας στα πνευμόνια του

κι η κοιλιά του ταραζόταν.

Μεγάλωναν τα νύχια του στη μόνωση

κι ερχόταν η ανάμνηση

των παππούδων

ζώα βαριά

αποσύρονταν

απ’ την κίνηση

κι αναστέναζαν τα δάση.

 

Παρουσιάστηκαν θεοί στ’ όνειρό του

ευλογούσε η πριγκίπισσα φωτιά

το χνότο του

κι άλλοι αρχόντοι

του σιδήρου και του κακού

τον προκαλούσαν

σε λιβάδια ερημωμένα

σε παλιούς χορούς μίσους

και για μεθύσι.

Ανέβηκε ο ήλιος του Μάρτη.

Στην πεδιάδα οι τοίχοι της εκκλησιάς

περίβολος ο ορίζοντας.

Ήταν ακόμα δυο χρυσές αχλαδιές

χωρίς καρπό

κι ένα μαχαίρι.

Πώς δεν ακούστηκε τέτοια καταστροφή!

Πνιχτά στέρεψαν οι βρύσες

σβήσαν τα κορίτσια.

Αντιστάθηκαν ίσως τα νερά

τα λουλούδια στους βωμούς

και οι λευκές ταράτσες.

Ο Λάφικτος ειρηνεμένο ζουζούνι

πήγαινε κατά το καλοκαίρι

στις ωραίες τοποθεσίες των ουρανών.

Μόνο στα φύλλα ανανεώνεται ακόμα

ένα διάστημα ανεκπλήρωτο

οργισμένης μοναξιάς.

[από της συλλογή της Κατερίνας Αγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963)

 

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΡΙΧΑΡΔΟΥ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΥ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963)


Βορινά γεννήθηκε και τούτη τη φορά

ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.

Μόνο που ’ταν στενά τα παράθυρα

οι κήποι ξένοι μακρινοί

κι η θάλασσα μια άγνωστη.

Άκουγε προσεκτικά

την ιστορία της βροχοστάλας

που χάθηκε στη γη

την περιπέτεια μιας μαργαρίτας

στην αγάπη της για το πρόβατο

και για μεγάλα πουλιά

τ’ αρπαχτικά και τ’ άλλα

τα αθώα.

 

Χωρίς πανοπλία μεγάλωσε

ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.

Πληγωνόταν με τις αλλαγές του καιρού

τα σύννεφα, τα δάση

και τις κρυφές πηγές.

Πληγωνόταν με τις βίαιες κινήσεις

των κοριτσιών

το θάνατο των περιστεριών στις βρύσες

και τα σήμαντρα της πόλης.

πριν φτάσουν τα σταφύλια

έφευγαν τα καλοκαίρια

κι οι βροχές ακολουθούσαν.

Μεγάλωνε η παλάμη του

σε σκιερούς περιπάτους

έσφιγγε η γροθιά

πνιχτό το βράδυ.

Χωρίς κράνος γεννήθηκε

ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος

μ’ ένα δενδρί καλό

μπολιασμένο το θυμό

στη θέση της καρδιάς.

 

Γεροπλασμένες οι κνήμες κι οι βαχίονες

δάκρυζαν τα μάτια του

στον ήλιο το κρασί.

Λευκοί και γκρίζοι χειμώνες στερημένοι

ζωγραφίζ’ εκείνος

κόκκινους ταύρους, άγρια άλογα

κι αγαπούσε παλιές κοριτσίστικες μορφές

της Ιταλίας.

Μάθαινε τις ιστορίες των ηφαιστείων

και των ανέμων

και για φυλές περήφανες νομαδικές

Έρημος γινόταν η ψυχή του

κι έκαιγε.

 

Κι έρχονταν οι Μογγόλοι

κι έρχονταν οι πλημμύρες και  οι κατακλυσμοί

και μεγάλη ακουγόταν

η φύση του θεού

πότε εκδίκηση πρόσταζε

πότε γλυκύτητα.

 

Κι άνοιγαν οι κοιλιές των ζώων

στον Ισημερινό.

Αυτοκρατορίες ξεφαίνονταν

χρώματα άμφια και λιτανείες.

Χόρευαν οι θεοί και οι άνθρωποι

γύρω απ’ το λουλούδι γης γνώσης.

Πορεύονταν οι στρατιωτικοί.

Περνούσε ο Μέγας Αλέξανδρος

οι εταίρες συμβίωναν με τα φίδια

και συνταράσσονταν τα θεμέλια της πόλης

απ’ τις περιπλανήσεις των τεράτων.

 

Ποτάμια και θάλασσες φρένιαζαν

και παράβγαιναν

σε δύναμη κι αρχοντιά

και στους πάγους άλλες ράτσες κυνηγιάρικες

συντροφευμένες απ’ τα βαριά σκυλιά.

Κυράδες με βαθυγάλανη μαντίλα

παρουσιάζονταν στις ζωγραφιές

και στην Ανατολή

φρόντιζαν ένα άνθος

τράβαγαν το τόξο..

 

Στην πόλη μεγάλωναν τα ίδια πρόσωπα

και αχ, πώς αργούσαν τα κτήρια να γεράσουν!

Ποτέ κορίτσι δεν παρηγόρησε

που ’ταν μακριά οι γέροι τραγουδιστές

με τα γαρίφαλα.

Λαχάνιαζαν απλησίαστοι οι ορίζοντες

με τις γυναίκες και τις θάλασσες.

Μικροί οι άνθρωποι

μαζεύουν τ’ απαραίτητα

για τη ζωή και το θάνατο.

Ασύστολα καμώνονται οι λίγοι

πως ξέρουν κι οδηγούν.

 

Στην αρένα την πολύβουη της κάθε μέρας

μυρίζει τρέλα ο αγέρας.

Απείθαρχα τα πλήθη

μπλέκονται με τους καβαλάρηδες.

Κραυγάζουν μορφάζουν οι θεατές

γυαλιστερά ντυμένοι

πουλούν αγοράζουν

σφάζουν ζώα.

 

Κι η Νίκη

μαυριδερή τσιγγάνα

με κορδέλες και γελοία καμπανάκια

παζαρεύει κι αυτή

κι απειλεί.

Νοσταλγούσε εκείνος

την ανωνυμία των καθεδρικών ναών

και της Πίστης.

Ανήμπορος για τους δημόσιους αγώνες

κοντάρι του ο θυμός και τ’ όνειρο

κι αστοχούσε.

 

Και όρκο στην αγάπη έκανε

ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.

Στην επαφή του μπράτσου των μαλλιών

στο ατελεύτητο θαύμα των πρωινών

μ’ ένα σώμα, ένα.

Χτίσματα μοναχικά ωραία

στην Ερημιά

κάμαρες περβόλια

κατάφατσα στον ήλιο

φωτιές σεισμοί

στις δημοσιές και τις πλατείες.

 

Αιωνιότητα, φώναζε.

Αιωνιότητα ο έρωτας και η τρυφερότης.

Μυγδαλιές άνθιζαν στα πεζοδρόμια

μυριάδες τα κορίτσια

υπόσχονταν γιους κι αρραβωνιάσματα.

Τρόμαξε η κόρη

γυναίκα θεού

γυναίκα της οργής

μεγάλωνε ο κύρης της

ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.

Αρμονικά συνοικούσε με τα βουνά

και τους αθάνατους

με τα μαγικά πηγάδια

και τα μικρά των άστρων.

 

Έφευγε η κόρη

έλαμπαν οι πατούσες της

στα μονοπάτια της άρνησης

αμετανόητη θνητή

αναχωρούσε.

 

Με δυο αστραποβροντές στη ράχη

και χαλάζι στη μια χούφτα

ήλιους και ποτάμια διέτρεξε

ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος

τόπους δειλούς

τόπους χλιαρούς.

 

Όμως δύναμη δίνει ο φόβος στα κορίτσια

προδίδουν τις κορδέλες και τα γιασεμιά

παντοδύναμες πατούν το χώμα

αδιάφορες στη βλάστηση και τους καημούς

προστατεύουν τη μήτρα

και σκληραίνουν.

Μένει η θύελλα η ήττα και η αγάπη

στους τρυφερούς άνδρες.

Τραβούν τα δίχτυα στην ερημιά

ταΐζουν ένα σκύλο

πεθαίνουν από θλίψη

σαν θεοί.

 

Καΐκι σύννεφο ναύλωσε

ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.

Τράβηξε, λένε, κατά την Ελλάδα.

Άρχιζε η μέρα, κλείναν τα δειλινά άνθη.

Απροστάτευτος άγγιζε δειλός

τα πρωινά ακρογιάλια.

Ρόδι ώριμο έσκαγε η σιωπή

κι άνοιγαν δρόμους στους ουρανούς

οι ανατριχίλες της θάλασσας.

Τον περίμεναν γλυκά τ’ αρχαία νησιά

θρίαμβος οι ροδοδάφνες στα ρέματα

στη σκιά των φτερών

ανώνυμων πλασμάτων.

Λιμάνια της καλοσύνης

πρόσωπα της πλώρης

τον καλούσαν,

 

Ακίνητη η ώρα

γεννιόταν απ’ το φως οι συκιές

και προσπερνούσαν το θάνατο.

Αργό το βήμα και η ματιά του

άπλωνε το χέρι στο βράδυ

γινόταν φιλικός ο χρόνος

καλησπέριζαν οι πιστοί.

Έδυε το καλοκαίρι

κουρασμένος Χριστός

κι αποκοιμόταν.

Άνθιζ’ η αγράμπελη

και το καλό αγκάθι

στους κήπους της αιωνιότητας.

 

Μακριά μένουν πια

οι θύελλες και τα κονταροχτυπήματα.

Πήρε ξοπίσω το φάντασμα του βουνού

και ξεστράτισε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.

Τον άφηναν τα θαμνόδενδρα

οι μυρωδιές του χωραφιού

τον άφηναν οι λαχτάρες.

 

Στάθηκε στο έρημο αλώνι

με την ανάμνηση κάποιας σοδειάς στον ήλιο.

Πιο πέρα απ’ τα πληγωμένα πεύκα

βγήκε στη γύμνια.

Γαλάζιες ανέβαιναν οι πέτρες στον ουρανό

συνάντηση με τον Αποσπερίτη.

Έζωνε η θάλασσα σε ρίγος

κι ακούγονταν η επιστροφή των καραβιών.

Λεύτερ’ η ακοή του

απ’ τις κραυγές και τα γέλια

μικρών θεών της κίνησης

βαφτιζόταν.

Και το θυμωμένο νερό

που τον χώριζε απ’ τον κόσμο

ημέρεψε.

Πότιζε τις χαμογελαστές μανταρινιές

και έστριβε κατά τις ελιές.

 

Χάθηκε, λέει, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος

πουλί της σιωπής και των ανέμων

σκιά στ’ αμπέλια

ελιές προσφάι

όνειρο κοριτσιού

αερικό μάντισσα…

 

Μπλέχτηκε με το Γαλαξία

και τα θυμάρια…

Άγιος σαν το Σεπτέμβρη

ανατέλλει.

 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΙ (στον Ν.Δ. Καρούζο)

 

Τη μέρα της βάφτισης

μου υποσχέθηκαν

καλή λαμπάδα στον ουρανό

με τα σύννεφα και τους αγγέλους.

 

Πόνος τα ζώα χωρίς τροφή

στα νυχτερινά χαντάκια

να προσεύχονται στο φεγγάρι.

 

Πλάσματα γλυκά
ακουμπούνε το πανωχείλι στα νερά

γεννιούνται τα φύλλα

και τα φθινόπωρα

ανεβαίνουν τα χρώματα

σε πρεβάζια αιθέρια

ανθίζουν τα φυτά της μεσημβρίας

ανατολές ευαίσθητες

ημερών λίγων.

Στις ρίζες θάνατος

προάγγελοι του ψύχους τα πουλιά

στέκονται άφωνα

κυκλώνουν τη φετινή μου κατοικία.

 

Άδηλοι χειμώνες

χαμογελούν οι σοφοί

στους λουλουδιασμένους γκρεμούς

γενναιόδωρες οι εποχές

βαίνουν χλομιάζοντας.

 

Δε φτάνει ο έρωτας·

άνεμος ανεπίτρεπτος

έρχεται ανεπίτρεπτος

στις ευωδιασμένες στέγες, στους αγρούς

εγκαθίσταται

συνεσταλμένος αυτοκράτορας

ειρηνικής βίας.

Δε φτάνουν

τα σχέδια φυγής

καραβιών σκιές

στις απόμερες γωνιές των παραμυθιών

σεμνοί σταθμοί

ευκάλυπτοι και βαγόνια

π’ αγγίζουν τα νερά ως τα καΐκια.

Δε φτάνουν

οι φωνές τραγουδιστών

γέννα της φωτιάς

και της καλής τρέλας

δε φτάνουν

οι πράξεις που επαναλαμβάνονται:

 

ελεημοσύνη, μελέτη

στα γνωστά εργαστήρια

ο φόβος, η λιποψυχία των γενναίων

οι κινήσεις της οργής

τα χτίσματα της φαντασίας και του πλούτου

η ταχτική επιστροφή της νύχτας.

 

Χαράδρες και ποταμόδρομους

ανοίγουνε τα πάθη

βασανισμένα όνειρα

φύλλα παραδομένα στους οργασμούς της γης.

Προπορεύεται η ψυχή των πουλιών

που κυκλικά εγκαταλείπουν

τα ερωτευμένα ηλιοβασιλέματα

αγγίζουν τις πηγές

πριν φτάσουν στο θάνατο.

Δύσκολη

επιμένει η αγάπη

γυναίκα απλή, τρυφερή στα χαμομήλια

σαν ετοιμάζουν τη γιορτή

προσφορές χοές

πράγματα της ευφορίας.

 

Μέσα απ’ τα πεύκα

εύθραυστο σύνορο

προς τη θάλασσα του Μάρτη

αναχωρώ

με τις ελαφρές πεταλούδες των καρπών

την αναβάθμιση του μετάλλου

ανταύγειες λυπητερές

παλαιών αντικειμένων.

 

Ξεχνώ και θυμάμαι

τα θυμάρια, τα λουλούδια

χαράζουν οι ουρανοί

κι έχει λιώσει η λαμπάδα της αυγής.

 

Μακρύς ο δρόμος.

[από της συλλογή της Κατερίνας Αγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963)

 

ΤΡΕΙΣ ΕΠΟΧΕΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963)

α] Εποχή Ξύλου

 

Και λέγαμε θ’ ανθίσει το ξύλο

θα μυρίσει ο ανθός

να γεννηθούμε

σαν τα περιβόλια

απ’ τους πατεράδες

τους σοφούς ορίζοντες.

 

Πρώτες ώρες

χαράματα

πτυχές μόνο απ’ τα σπλάχνα μας

κι ο αέρας.

 

Κάθε μοίρα να καταταχθεί

κορμοί με χίλιες ζωές

ζωγραφισμένες στην καρδιά.

Τα δάκρυα ακόμα πλάθονται

πηδούσαν απ’ το στήθος τότε.

Σέρνουν τ’ αλέτρι τα σύννεφα

σύδενδρα κι άστρα

σβολιάζουν και μοσχοβολούν.

 

Πρώτα να στηθούν τα μαντριά

να ξεδιψάσουν τα ζώα

πριν δώσουν το κατά δύναμιν.

Μάχονται οι αετοί στον ουρανό

κι όπου βρέχει αίμα ο πόλεμός τους

μαζευόμαστε σε σιωπή νυκτός

για εκκλησιές.

 

Όλο πλαταίνουν τα ξέφωτα

χοροστατούν τα παιδιά με το φεγγάρι.

Κι οι νομάδες θα εγκατασταθούν

λίγο έξω απ’ την ξύλινη πόλη

παρουσίας θρησκείας

μοναχικές

να περπατούν τις ώρες

με μαύρα υφάσματα

και μάτια ακόμη άγρια.

 

β] Εποχή Νερών

 

Λιμάνια της πέτρας και της σιωπής

ευκολία των νερών

κλείνετε μια κραυγή στο βράδυ

και την αυγή

διηγείστε άλλα

σαν τα πουλιά που ’χασαν

μια επιστροφή στην καταιγίδα.

 

Πρώτη η Κλεοπάτρα

γνώρισε το ψάρι

την κίνηση του ποταμού

προς τα μεγάλα θηλαστικά

της θάλασσας

που μυστικά μαυλίζονται

στην κίτρινη Σελήνη.

Σημείο ειρήνης

οι καλόγεροι κατεβαίνουν στ’ ακρογιάλι

πατούν τα δίχτυα

το δειλινό.

Ευνοϊκά όλα στην αγάπη

λευκά φυτά τα σώματα

με μαλλιά πλεούμενα ξανθά

στις φωτεινές επιφάνειες

ως τους ορίζοντες.

 

Ανανεώνονται τα πρόσωπα

τα νεύματα

στο ακίνδυνο πέρασμα του βάλτου

ή στους τόπους

των ατίθασων χειμάρρων.

Μένουμε πια

κοντά στα έντομα

στις αμφίβιες βλαστήσεις

με μια νεράιδα νυχτερινή

πάντα στη στέγη.

 

Ό,τι κακό σε άρματα

αρπαγές, εκδικήσεις

απαλύνεται με τη βροχή

κι οι νέοι

με κλάδους κι άμμο

στρώνουν τα καλοκαίρια

εκεί στην Κολομβία την ωραία.

γ] Εποχή Ονείρων

 

Αποκοιμήθηκαν

οι αλεπούδες στις φωλιές:

εποχή ονείρων.

Φορτίο του ανέμου

ένα καημός

ταξιδεύει κατά τη νύχτα.

 

Ποιος θα τολμήσει πια

προς τις φωτιές

τα σημεία της γέννησης

μια σαϊτιά

μια μαντεία, μια προσευχή

ποιος θα τολμήσει

στον Γαλαξία

και στις αήττητες συκιές;

 

Αιχμηρός μόνος

λες: Καλό κακό

μέρες θύελλες

στερήσεις αστραπές

όλα ίσια μπρος στο θάνατο.

Εποχή ονείρων:

πως γεννηθήκαμε για το αδύνατο

για το άλλο

ανιστορείς.

Μακριά απ’ το ξύλο τα νερά

τον αγώνα για την ποίηση

παίζουν μοναχικοί οι αστερισμοί

σαν τον ύπνο μας

όπου χαμογελάμε

σε παλιές μορφές κακίας

ή ξαγρυπνάμε στο λήθαργο.

 

Ανεπαίσθητα κινούμαι

σε υποχθόνιο άνεμο

συννεφιασμένης ζέστης·

καίγονται τα σπίτια μας

με τη βοήθεια του ανέμου

τις πάνινες κούκλες

που καρφώνουμε στην καρδιά

αντί για όσους βασανιστικά

αγαπούμε.

 

Κι ο χρόνος

που υποσχέθηκε το θάνατο

στις γλυκές ροδιές

ξεχάστηκε

τη συντροφιά ακολουθώντας

της ελπίδας και της ερημιάς

σαν ανταλλάσσουν τη θλίψη τους.

 

Εποχή ονείρων

εφιάλτες ως το απόγεμα

ή μια χαρά αρίζωτη

αναίτια

τρελή να περιπλανιέται

στις λεβάντες

και τις καλαμιές

 

καρφώνει λάβαρο στον ουρανό.

 

ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΓΛΙΣΤΡΑΕΙ ΑΠ’ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΟΙ ΚΡΑΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΣΙΓΑΖΟΥΝ ΤΟ ΧΑΜΟ

Ποιος να προφητέψει πια σε τούτες τις κορφές;

 

Τη βρίσκω την αυγή πάντα με κόπο

χαλώ με το νύχι τις μεγάλες επιφάνειες χωρίς ανταύγεια.

Σκληραίνουν τα νερά

παλιά παραμύθια για αδελφότητες ζώων τελειώνουν στην πέτρα.

Πεθαίνουν οι κύκνοι

 ωραίες γραμμές οι λαιμοί στο κέντρο ο ήλιος.

Περιμένω ν’ αλλάξει ο αέρας

να φέρει φτερά πράσινων πουλιών / χελιδονόψαρα, καλαμπόκι / άγγιγμα απ’ τον Ισημερινό

πορείες για προσκυνήματα στους Τάφους.

 

Υποφέρει ο χρόνος μες στη μέρα

και στο δάσος μου το φως έχασε το μονοπάτι

και πέρασε στον ωκεανό.

Τέλεια η απομάκρυνση

στην πέρα πλαγιά οι κοινωνίες κι οι εκκλησιές

γιορτές θάνατοι στην πέρα πλαγιά.

 

Τρύπωσαν στην τρίχα μου παλαβά στρείδια

αγκάθια μενεξελιά μικρότατα δαιμονικά σκληρίζουν, θορυβούν

πότε δείχνουν την Ανατολή πότε τη Δύση

στραβό με λένε καλό τρελό στην πείνα

με φαντασίες γυμνός στο κρύο… 

Περιμένω το θαύμα ίσως με το σούρουπο

κάποια καλή μυρωδιά

απάντηση στη δίψα ένα τραγούδι ίσως.

Χλιαρή η ανάσα μου στα χαμηλά βότανα

μικρά τα ερπετά τρέμουν τη μοναξιά μου.

Αν πεθάνει – σιγομιλούν – θα σκορπίσει κι η αναμονή  

κι η έρημος παντοδύναμη θα ’ναι ως τους πλανήτες.

 

Οι λύκοι θα πηγαίνουν στη θάλασσα –

τρομάζουν τα πέλματα στην άμμο.

Όμως μοιάζει η παραλία στην ελπίδα.

Απλώνεται και μένω πιστός.

Όλα εδώ θα φτάσουν με τον καιρό.

Η άνοιξη θα προδίδει

 έρχεται από τους υδάτινους ορίζοντες ως τις μυγδαλιές

και τις κιτρινωπές νεκρές αλεπούδες.

Όμοιο το χώμα στρώνει αγάπες και προσκαλεί.

Παλιά ταξίδια στα βάραθρα

– ήταν μόνο οι σκιές των αετών από πέρα –

κούρνιασαν στο όνειρο

το αρχαίο ζευγάρι πλάθει τους αγρούς.

 

Φεύγει ο άνεμος βορινός με θαύματα σκληρότητας.

Εδώ στο ακροθαλάσσι δεν παιδεύουν οι δύσεις

κι είναι ωραίες οι μέρες

με τους καθρέφτες των βυθών στους ουρανούς.

 

Ας είναι κι έτσι με τη γη.

Στάχυα και χελιδόνια παρασύρουν την αγιοσύνη στην ακτή.

 

Συντρίβεται στους βράχους

[Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΜΟΥ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963  από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011 εκδόσεις Καστανιώτη 2014]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

  (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…) … σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται κ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ